- μνημοτέχνης
- οαυτός που με διάφορα μέσα ενισχύει τη μνήμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμη + -τέχνης (< τέχνη). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μνημοτεχνικός — ή, ό [μνημοτέχνης) 1. αυτός που συντελεί στην απομνημόνευση ή στην υπενθύμιση, αλλ. μνημονικός («μνημοτεχνική λέξη») 2. το θηλ. ως ουσ.) η μνημοτεχνική η τέχνη τής ενίσχυσης της μνήμης με διάφορα μέσα, μνημονευτική, μνημονική … Dictionary of Greek